1 δριμύσσω
ὀφθαλμούς Alex.
οἱ δριμυττόμενοι τὰ βλέφαρα Aët.7.15
δριμύξεται τὰ ἐναγώνια Lib.Decl.43
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δριμύσσω